- κακουργίας
- κᾱκουργί̱ᾱς , κακουργίαwickednessfem acc plκᾱκουργί̱ᾱς , κακουργίαwickednessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
арияньскыи — АРИ˫АНЬСКЫИ (16) пр. к ари˫аньство: и проклѩтѣ. быти всѩкои ереси. и осомь еуномианьстѣи и рекъше неподобьныимъ. и арианьстѣи. рекъше еудоѯианьстѣи. марианьстѣи. рекъше д҃хоборьць. (τῶν !!!!Άρειανών) КЕ XII, 25б; то бо приложьсѩ. къ арианьстѣии… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κακουργία — η (AM κακουργία, Α επικ. τ. κακοεργία, δ. αττ. τ. κακοεργία) [κακούργος] το να κάνει κάποιος το κακό, το να προκαλεί βλάβη («ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῆ ἐπετήδευσαν», Θουκ.) νεοελλ. σκληρή και απάνθρωπη πράξη, κακούργημα μσν. αρχ. πληθ. αἱ… … Dictionary of Greek
κιβδήλευμα — κιβδήλευμα, τὸ (Α) [κιβδηλεύω] νόθευση τών προς πώληση πραγμάτων («τὰ δὲ κιβδηλεύματά τε καὶ κακουργίας τῶν πωλούντων», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
Σαίκσπηρ, Ουίλιαμ — (Shakespeare). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Στράτφορντ ov Αίηβον 1564 1616). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, οι πιο αξιόπιστες είναι εκείνες που βγαίνουν από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες συγχρόνων του. Γιος … Dictionary of Greek